- φοινάς
- φοιν-άς, άδος, ἡ,A = ἐρυσίβη, Theognost.Can.25.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φοινάς — fem nom sg φοινά̱ς , φοινός blood red fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φοινάς — άδος, ἡ, ΜΑ μύκητας τών φυτών και τών καρπών που προσβάλλει κυρίως το σιτάρι και το κριθάρι, η ερυσίβη. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοινός «κόκκινος» + κατάλ. άς, άδος (πρβλ. γυμν άς, νωθρ άς)] … Dictionary of Greek
φοινά — φοινάς fem voc sg φοινός blood red neut nom/voc/acc pl φοινά̱ , φοινός blood red fem nom/voc/acc dual φοινά̱ , φοινός blood red fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)